ἐπαμύναι

ἐπαμύναι
ἐπαμύ̱ναῑ , ἐπαμύνω
come to aid
aor opt act 3rd sg
ἐπαμύ̱ναῑ , ἐπαμύνω
come to aid
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπαμῦναι — ἐπαμύνω come to aid aor inf act ἐπαμύνω come to aid aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαμύνω — ἐπαμύνω (AM) [αμύνω] 1. βοηθώ, συντρέχω, έρχομαι για βοήθεια (α. «ἐπαμῡναι καὶ βοηθῆσαι τῆ πόλει αὐτῆς», Μηναία β. «σὺ δ οὐκ ἐθέλεις ἐπαμύνειν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. παρέχω τεκμήρια, συμβάλλω στην απόδειξη («τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶ θεοί» τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”